μότορσιπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μότορσιπ < αγγλική motor ship < motor + ship
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmo.toɾ.sip/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μότορσιπ ουδέτερο άκλιτο
- (ναυτικός όρος) κάθε πλοίο του εμπορικού ναυτικού που χρησιμοποιεί για να κινηθεί μηχανές εσωτερικής καύσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μότορσιπ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)