μύξα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύξα οι μύξες
      γενική της μύξας
    αιτιατική τη μύξα τις μύξες
     κλητική μύξα μύξες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μύξα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύξα [1] < ρίζα μυκ- όπως και στα μύσσομαι, μυκτήρ, μύκης και το λατινικό mucus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μύξα θηλυκό

  1. η βλεννώδης ουσία που εκκρίνεται από τη μύτη όταν κάποιος είναι κρυωμένος
  2. (γενικότερα) κάθε ουσία που μοιάζει στην υφή με τη μύξα που εκκρίνεται από τη μύτη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]