νάμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νάμι τα νάμια
      γενική
    αιτιατική το νάμι τα νάμια
     κλητική νάμι νάμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νάμι < τουρκική nam < περσική نام (nâm)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νάμι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]