νέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

νέας θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νέας θηλυκό

  1. γενική ενικού του νέα
  2. αιτιατική πληθυντικού του νέα