νέα σελήνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νέα σελήνη | ||
γενική | της | νέας σελήνης | ||
αιτιατική | τη | νέα σελήνη | ||
κλητική | νέα σελήνη | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
νέα σελήνη θηλυκό
- (αστρονομία) νουμηνία, η φάση της σελήνης, η ημέρα κατά την οποία το φεγγάρι δε φαίνεται καθόλου από τη γη, γιατί το φωτισμένο της μέρος από τον ήλιο δεν είναι ορατό από τη γη.
- ※ Αμάν, όχι μικρέ, θα σου δώσω δυο ευρώ αν μάθεις ότι το μεγάλο φεγγάρι το λένε Πανσέληνο, όταν χάνεται το λένε Νέα Σελήνη και ανάμεσα Νέα Σελήνη - Πανσέληνο το λένε πρώτο τέταρτο, ενώ ανάμεσα Πανσέληνο και Νέα Σελήνη το λένε τελευταίο ... (Λουκάς Κ. Ντάνος, Μυθοπλασία και πραγματικότητα, σελ. 43)
- ※ Ο εκατομβαιών ήταν ο πρώτος μήνας του αττικού έτους. Άρχιζε με τη νέα σελήνη την πριν από το θερινό ηλιοστάσιο (Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1992)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νέα σελήνη
|