νέοπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νέοπας | οι | νέοπες |
γενική | του | νέοπα | των | νεόπων |
αιτιατική | τον | νέοπα | τους | νέοπες |
κλητική | νέοπα | νέοπες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέοπας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο νεοσύλλεκτος ή ο φαντάρος που πρόσφατα έχει έρθει (με μετάθεση) σε μια μονάδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- νέωψ (αρχαιότροπο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νέος