νίφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νίφτω < αρχαία ελληνική νίπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
νίφτω (και νίβω), ένιψα, νίφτηκα
- πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
- καθαρίζω
- (μεταφορικά) εξαγνίζω