ναΰδριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναΰδριο | τα | ναΰδρια |
γενική | του | ναΰδριου & ναϋδρίου |
των | ναΰδριων & ναϋδρίων |
αιτιατική | το | ναΰδριο | τα | ναΰδρια |
κλητική | ναΰδριο | ναΰδρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναΰδριο < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ναΰδριον < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον < αρχαία ελληνική ναός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- υποκοριστικό του ναός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκκλησάκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ναός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναΰδριο
|
- ↑ "-ύδριο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ύδριο (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)