νανοσωματίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νανοσωματίδιο | τα | νανοσωματίδια |
γενική | του | νανοσωματίδιου & νανοσωματιδίου |
των | νανοσωματίδιων & νανοσωματιδίων |
αιτιατική | το | νανοσωματίδιο | τα | νανοσωματίδια |
κλητική | νανοσωματίδιο | νανοσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νανοσωματίδιο < νανο- + σωματίδιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanoparticle)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νανοσωματίδιο ουδέτερο
- (φυσική) (νεολογισμός) μικροσκοπικό σωματίδιο, μικρότερο από 100 νανόμετρα (nm)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νανοσωματιδιακός
- → δείτε τις λέξεις νάνος, σωματίδιο και σώμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νανοσωματίδιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)