νατουραλιζέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νατουραλιζέ < γαλλική naturalisé < naturaliser < λατινική naturalis < natura

Επίθετο

[επεξεργασία]

νατουραλιζέ άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]