ναύλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈna.vlo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐λω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύλωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ναυλώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναύλωμα
|