νεάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεάζω < αρχαία ελληνική νεάζω < νέος
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]νεάζω
- έχω νεανική συμπεριφορά και εμφάνιση, χωρίς να είμαι (και τόσο) νέος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νέος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νεάζω | νέαζα | θα νεάζω | να νεάζω | νεάζοντας | |
β' ενικ. | νεάζεις | νέαζες | θα νεάζεις | να νεάζεις | νέαζε | |
γ' ενικ. | νεάζει | νέαζε | θα νεάζει | να νεάζει | ||
α' πληθ. | νεάζουμε | νεάζαμε | θα νεάζουμε | να νεάζουμε | ||
β' πληθ. | νεάζετε | νεάζατε | θα νεάζετε | να νεάζετε | νεάζετε | |
γ' πληθ. | νεάζουν(ε) | νέαζαν νεάζαν(ε) |
θα νεάζουν(ε) | να νεάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νέασα | θα νεάσω | να νεάσω | νεάσει | ||
β' ενικ. | νέασες | θα νεάσεις | να νεάσεις | νέασε | ||
γ' ενικ. | νέασε | θα νεάσει | να νεάσει | |||
α' πληθ. | νεάσαμε | θα νεάσουμε | να νεάσουμε | |||
β' πληθ. | νεάσατε | θα νεάσετε | να νεάσετε | νεάστε | ||
γ' πληθ. | νέασαν νεάσαν(ε) |
θα νεάσουν(ε) | να νεάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νεάσει | είχα νεάσει | θα έχω νεάσει | να έχω νεάσει | ||
β' ενικ. | έχεις νεάσει | είχες νεάσει | θα έχεις νεάσει | να έχεις νεάσει | ||
γ' ενικ. | έχει νεάσει | είχε νεάσει | θα έχει νεάσει | να έχει νεάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νεάσει | είχαμε νεάσει | θα έχουμε νεάσει | να έχουμε νεάσει | ||
β' πληθ. | έχετε νεάσει | είχατε νεάσει | θα έχετε νεάσει | να έχετε νεάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νεάσει | είχαν νεάσει | θα έχουν νεάσει | να έχουν νεάσει |
|