νεγκλιζέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɡliˈze/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐γκλι‐ζέ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεγκλιζέ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα
- (ενδυμασία) διαφανής ρόμπα σκόπιμα ατημέλητη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νεγκλιζέ άκλιτο
- (ενδυμασία) ατημέλητος και αποκαλυπτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)