νεκροθάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.kɾoˈθa.la.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐θά‐λα‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκροθάλαμος αρσενικό[2]
- ο χώρος στον οποίο τοποθετείται το σώμα ενός νεκρού πριν ταφεί
- ※ Γύρω στις πέντε, τηλεφώνησα στο νοσοκομείο για να ρωτήσω αν μπορούσα να δω τη μητέρα μου στον νεκροθάλαμο μαζί με τους δυο γιους μου. Η τηλεφωνήτρια μου απάντησε πως ήταν πολύ αργά, ο νεκροθάλαμος έκλεινε στις τέσσερις και μισή. (Annie Ernaux (μτφ. Ρίτα Κολαΐτη), Μια γυναίκα, (Αθήνα: Μεταίχμιο), 2020. σελ. 8)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ νεκροθάλαμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)