νεκρολούλουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεκρολούλουδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκρολούλουδο ουδέτερο
- λουλούδι τάφου, μνήματος ή προσφοράς-αφιερώματος σε νεκρό
- ο ασφόδελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκρολούλουδο
|