νεοανθρωπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοανθρωπισμός < νεο- + ανθρωπισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neohumanism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοανθρωπισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) ολιστική φιλοσοφική θεωρία που επαναπροσδιορίζει τον ανθρωπισμό / ουμανισμό και στην οποία ο οικουμενισμός παίζει κεντρικό ρόλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοανθρωπισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)