νεομπαρόκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.o.baˈɾok/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεομπαρόκ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) καλλιτεχνική τεχνοτροπία του 21ου και 20ού αιώνα που σχετίζεται με το μπαρόκ (17ος-18ος αιώνας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπαρόκ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεομπαρόκ