νεοφώτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοφώτιστος < (ελληνιστική κοινή) νεοφώτιστος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοφώτιστος, -η, -ο
- που βαφτίστηκε πρόσφατα
- που πρόσφατα ασπάστηκε μια ιδεολογία