νεραντζάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεραντζάκι | τα | νεραντζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | νεραντζάκι | τα | νεραντζάκια |
κλητική | νεραντζάκι | νεραντζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεραντζάκι < νεράντζ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεραντζάκι ουδέτερο (γαστρονομία)
- (φρούτο) υποκοριστικό του νεράντζι
- (γλυκό, γλυκό του κουταλιού) νεραντζάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεραντζάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)