νεραντζούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεραντζούλα | οι | νεραντζούλες |
γενική | της | νεραντζούλας | — | |
αιτιατική | τη | νεραντζούλα | τις | νεραντζούλες |
κλητική | νεραντζούλα | νεραντζούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεραντζούλα < νεραντζ(ιά) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα και δείτε νεράντζι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεραντζούλα θηλυκό
- (δέντρο) χαϊδευτικά (υποκοριστικό) η νεραντζιά
- ※ Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή (δημοτικό τραγούδι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νεράντζι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεραντζιά
νεραντζούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)