νερομπογιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νερομπογιά | οι | νερομπογιές |
γενική | της | νερομπογιάς | των | νερομπογιών |
αιτιατική | τη | νερομπογιά | τις | νερομπογιές |
κλητική | νερομπογιά | νερομπογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νερομπογιά < νερο- + μπογιά < τουρκικά boya < οθωμανικά τουρκικά بویا (boya) < παλαιά τουρκικά bodug < πρωτοτουρκική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νερομπογιά θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νερομπογιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νερο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)