νετάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νετάρω < μεσαιωνική ελληνική νετάρω < βενετική netar < ιταλική netto < λατινική nitidus < niteo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nei (λάμπω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νετάρω
- (παρωχημένο) τελειώνω, αποτελειώνω, ξεμπερδεύω, εξοφλώ
- (παρωχημένο) εξαντλώ
- (φωτογραφία, βίντεο) ρυθμίζω κατάλληλα το φακό φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής για να είναι ευκρινής η εικόνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νετάρω
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)