νευρειλημματίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευρειλημματίτιδα < νευρείλημμα + -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευρειλημματίτιδα ουδέτερο
- φλεγμονή που εμφανίζεται στο νευρείλημμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευρειλημματίτιδα
|