νευροκαβαλίκεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροκαβαλίκεμα < νεύρο + -ο- + καβαλίκεμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροκαβαλίκεμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (οικείο) μπέρδεμα ή μετατόπιση κάποιων τενόντων ή μυών, απ’ τα οποία προκαλείται οξύς πόνος