νευροληπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νευροληπτικά | ||
γενική | των | νευροληπτικών | ||
αιτιατική | τα | νευροληπτικά | ||
κλητική | νευροληπτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροληπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροληπτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σπάνια και ο ενικός νευροληπτικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νευροληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νευροληπτικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)