νευροψυχολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νευροψυχολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ο ψυχολόγος που έχει ειδικευτεί σε θέματα νευροψυχολογίας, όπως η νευροψυχολογική εκτίμηση των γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου (μνήμη, αντίληψη, προσοχή, μάθηση) και σε συνεργασία με τον νευρολόγο βοηθάει στην αποκατάσταση των γνωστικών ελλειμμάτων (π.χ. άνοια, δυσλεξία, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, κ.α)
- ↪ στην Ελλάδα απαιτείται μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης για την άσκηση του επαγγέλματος του νευροψυχολόγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νευροψυχολόγος