νεφοϋπολογιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεφοϋπολογιστική | ||
γενική | της | νεφοϋπολογιστικής | ||
αιτιατική | τη | νεφοϋπολογιστική | ||
κλητική | νεφοϋπολογιστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεφοϋπολογιστική < νέφος + υπολογιστική, απόδοση της αγγλική ς cloud computing
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεφοϋπολογιστική θηλυκό
- (πληροφορική) χρήση της πληροφορικής μέσω του διαδικτύου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεφοϋπολογιστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νεφοϋπολογιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νεφοϋπολογιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)