νεωλκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νεωλκός | οἱ | νεωλκοί |
γενική | τοῦ | νεωλκοῦ | τῶν | νεωλκῶν |
δοτική | τῷ | νεωλκῷ | τοῖς | νεωλκοῖς |
αιτιατική | τὸν | νεωλκόν | τοὺς | νεωλκούς |
κλητική ὦ! | νεωλκέ | νεωλκοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεωλκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεωλκοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεωλκός < αμάρτυρος τύπος *νηολκός με αντιμεταχώρηση < *ναϜ-οκλός < ναῦς (γενική νεώς) + ολκ-, μεταπτωτική βαθμίδα του ἕλκω (σύρω) + -ός [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεωλκός αρσενικό
- αυτός που σύρει, καθελκύει ένα πλοίο από τη θάλασσα προς την ξηρά, ρυμουλκός πλοίου
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, (Physica) Φυσικής Ακροάσεως, 7.5, p. 165- @scaife.perseus
- εἶς γὰρ ἂν κινοίη τὸ πλοῖον, εἴπερ ἥ τε τῶν νεωλκῶν τέμνεται ἰσχὺς εἰς τὸν ἀριθμὸν καὶ τὸ μῆκος ὃ πάντες ἐκίνησαν.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, (Physica) Φυσικής Ακροάσεως, 7.5, p. 165- @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «νεωλκώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- νεωλκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεωλκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)