νεόδμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεόδμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεόδμητος στη σημασία: νεόκτιστος < νεό- + δμητός < δέμω (χτίζω, οικοδομώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈo.ðmi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐όδ‐μη‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : νε‐ό‐δμη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεόδμητος, -η, -ο
- που χτίστηκε πρόσφατα
- ↪ νεόδμητη πολυκατοικία
- ↪ νεόδμητος θεσμός
- ≈ συνώνυμα: νεόκτιστος, νιόχτιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεόδμητος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νεόδμητος, -ος, -ον
- (σημασία: «δαμάζω»)
- συγγενικά: → δείτε τη λέξη δαμάω
- (σημασία: «οικοδομώ») νεόκτιστος, νεόδμητος
- συγγενικά: → δείτε τη λέξη δέμω
Πηγές[επεξεργασία]
- νεόδμητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεόδμητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεό- (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)