νιτρορρύπανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νιτρορρύπανση | οι | νιτρορρυπάνσεις |
γενική | της | νιτρορρύπανσης | των | νιτρορρυπάνσεων |
αιτιατική | τη | νιτρορρύπανση | τις | νιτρορρυπάνσεις |
κλητική | νιτρορρύπανση | νιτρορρυπάνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιτρορρύπανση: Δείτε νιτρορύπανση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιτρορρύπανση θηλυκό
- άλλη γραφή του νιτρορύπανση
- Η Κομισιόν στέλνει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για νιτρορρύπανση υδάτων. (@lifo.gr 2016.02.25. πρόσβαση:2019.04.16.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιτρορρύπανση
|