νιφετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νιφετός | οι | νιφετοί |
γενική | του | νιφετού | των | νιφετών |
αιτιατική | τον | νιφετό | τους | νιφετούς |
κλητική | νιφετέ | νιφετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιφετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νιφετός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ni.feˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐φε‐τός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιφετός αρσενικό
- (μετεωρολογία, λόγιο) χιονοθύελλα
- ※ Βροχή. Ψιχαλιστὴ ποτιστικὴ δαρτή. / Ὑετός. Ὁμηρικὴ βροχή. / Ὄμβρος. Ἀρχαία βροχὴ – καταρρακτώδης. / Βροχὴ καὶ ἄλλα κατακρημνίσματα. / Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
- Μιχάλης Γκανάς, ποίημα «Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα», Οροπέδιο, τεύχος 2, χειμώνας 2006-2007, σελ. 7
- ※ Βροχή. Ψιχαλιστὴ ποτιστικὴ δαρτή. / Ὑετός. Ὁμηρικὴ βροχή. / Ὄμβρος. Ἀρχαία βροχὴ – καταρρακτώδης. / Βροχὴ καὶ ἄλλα κατακρημνίσματα. / Χιών. Χιόνι χιονόνερο. Νιφετός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιφετός
→ δείτε τη λέξη χιονοθύελλα |
Πηγές[επεξεργασία]
- νιφετός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νιφετός | οἱ | νιφετοί |
γενική | τοῦ | νιφετοῦ | τῶν | νιφετῶν |
δοτική | τῷ | νιφετῷ | τοῖς | νιφετοῖς |
αιτιατική | τὸν | νιφετόν | τοὺς | νιφετούς |
κλητική ὦ! | νιφετέ | νιφετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νιφετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νιφετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιφετός, -ού αρσενικό
- (μετεωρολογία) η χιονοθύελλα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 568 (566-568)
- οὐ νιφετός, οὔτ᾽ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾽ ὄμβρος,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας
Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους,- Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές· / αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός / σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐ νιφετός, οὔτ᾽ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾽ ὄμβρος,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 568 (566-568)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νιφετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ετός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετεωρολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)