νοητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]νοητικά
- ως προς τη νόηση, όσον αφορά τις νοητικές λειτουργίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νοητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νοητικό