νοιάξιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νιάσιμο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοιάξιμο τα νοιαξίματα
      γενική του νοιαξίματος των νοιαξιμάτων
    αιτιατική το νοιάξιμο τα νοιαξίματα
     κλητική νοιάξιμο νοιαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοιάξιμο < νοιάζομαι + -ιμο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɲa.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοιά‐ξι‐μο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νοιάξιμο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • νοιάξιμοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • νοιάξιμο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]