νομέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νομέας | οι | νομείς |
γενική | του | νομέα | των | νομέων |
αιτιατική | τον | νομέα | τους | νομείς |
κλητική | νομέα | νομείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομέας < αρχαία ελληνική νομεύς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομέας αρσενικό
- (νομικός όρος) το πρόσωπο που έχει φυσική εξουσία σε κάτι με τη θέληση να την έχει ως κύριος
- (γενικότερα) αυτός που κατέχει κι εκμεταλλεύεται κάτι
- (επάγγελμα) ο ποιμένας
- (ναυπηγικός όρος): καθένα από τα μεταλλικά ή ξύλινα δοκάρια που συνδέονται πλευρικά με την καρίνα και σχηματίζουν το σκελετό του σκάφους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)