νοσοκόμησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νοσοκόμησις | αἱ | νοσοκομήσεις | ||||
γενική | τῆς | νοσοκομήσεως | τῶν | νοσοκομήσεων | ||||
δοτική | τῇ | νοσοκομήσει | ταῖς | νοσοκομήσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | νοσοκόμησιν | τὰς | νοσοκομήσεις | ||||
κλητική ὦ! | νοσοκόμησι | νοσοκομήσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσοκόμησις < μεσαιωνική ελληνική νοσοκόμησις. Μορφολογικά αναλύεται σε νοσοκομέω + -σις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.soˈko.mi.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐σο‐κό‐μη‐σις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσοκόμησις θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσοκόμησις θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -σις (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Ιατρική (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -σις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ιατρική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)