νοσταλγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσταλγός < νοσταλγία + -ός (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.stalˈɣos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσταλγός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός ή αυτή που αισθάνεται νοσταλγία, δηλαδή ψυχικό πόνο και γλυκόπικρα συναισθήματα που προκαλούνται από την ανικανοποίητη εισέτι λαχτάρα του γυρισμού στην πατρίδα, σε κάποιον αγαπημένο τόπο ή σε ευχάριστες καταστάσεις που ζήσαμε στην παιδική ηλικία
- Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οι χαλασοχώρηδες/Μέρος ΣΤ')
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νοσταλγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσταλγός