νοτάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοτάριος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοτάριος αρσενικό
- συμβολαιογράφος στα χρόνια της φραγκοκρατίας και τουρκοκρατίας
- ταχυγράφος ή συντομογράφος στο Βυζάντιο, που αντιστοιχούσε στο σημερινό στενογράφο.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νοτάριος
|