νουνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νουνίζω < αρχαία ελληνική νοῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νουνίζω
Παροιμίες[επεξεργασία]
- Ο αχουλής ους να νουνίζ’, ο παλαλόν κρούει και διαβαίν’: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλομένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει