ντεγκραντέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντεγκραντέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική dégradé[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
δύο φωτογραφίες με ντεγκραντέ όπου τα μπλε βελάκια δείχνουν τη διεύθυνση του ντεγκραντέ

ντεγκραντέ ουδέτερο άκλιτο

  • σταδιακή, βαθμιαία αλλαγή από ένα χρώμα σε άλλο ή από μια απόχρωση του ίδιου χρώματος σε άλλη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]