ντεκορατέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντεκορατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική décorateur < λατινική decorator < decoratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος decoro < decor < decet

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντεκορατέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό ντεκορατρίς)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]