ντεμαράζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

ντεμαράζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική démarrage < démarrer < dé- +‎ amarrer < ολλανδική aanmeren < aan +‎ meren < πρωτογερμανική *mairōną < *mairją < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(H)moi- +‎ *ro-

Ουσιαστικό

ντεμαράζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) η εντατικοποίηση των προσπαθειών ενός δρομέα λίγο πριν από τον τερματισμό και η επακόλουθη μεγάλη προπόρευσή του από τους συναθλητές του
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε ανάλογη προσπάθεια και προπόρευση / απομάκρυνση
    Ντεμαράζ ΠΑΟΚ με αναρρίχηση στη δεύτερη θέση (*, 1/2/2017)

Μεταφράσεις