ντεφετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεφετισμός | οι | ντεφετισμοί |
γενική | του | ντεφετισμού | των | ντεφετισμών |
αιτιατική | τον | ντεφετισμό | τους | ντεφετισμούς |
κλητική | ντεφετισμέ | ντεφετισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντεφετισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική défaitisme (ηττοπάθεια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντεφετισμός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντεφετισμός