ντισκαλιφιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντισκαλιφιέ < γαλλική disqualifié

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντισκαλιφιέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]