ντιστριμπιτέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντιστριμπιτέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική distributeur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντιστριμπιτέρ ουδέτερο άκλιτο

  • διανομέας, εξάρτημα αυτοκινήτου με μηχανή εσωτερικής καύσης παλαιότερης τεχνολογίας, ειδικό καλώδιο που διανέμει ρεύμα διαδοχικά σε κάθε μπουζί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]