ντοματοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντοματοσαλάτα και τοματοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σαλάτα από ντομάτες και ίσως άλλα λαχανικά (ψιλοκομμένα κρεμμύδια, αγγούρια, πράσινες πιπεριές) με προσθήκη αλατιού και ελαιόλαδου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντοματοσαλάτα
|