ντουί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντουί < γαλλικά douille

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντουί ουδέτερο άκλιτο

  • ο χώρος υποδοχής των λαμπτήρων ο οποίος υπάρχει στα φωτιστικά.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]