ντούρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ντούρος | η | ντούρα | το | ντούρο |
γενική | του | ντούρου | της | ντούρας | του | ντούρου |
αιτιατική | τον | ντούρο | την | ντούρα | το | ντούρο |
κλητική | ντούρε | ντούρα | ντούρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ντούροι | οι | ντούρες | τα | ντούρα |
γενική | των | ντούρων | των | ντούρων | των | ντούρων |
αιτιατική | τους | ντούρους | τις | ντούρες | τα | ντούρα |
κλητική | ντούροι | ντούρες | ντούρα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντούρος < (άμεσο δάνειο) βενετική duro[1] < λατινική durus < πρωτοϊταλική *dūros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *duh₂-ró-s < *dweh₂- (μακρύς)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈdu.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντού‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]ντούρος, -α, -ο
- που είναι σκληρός και ανθεκτικός
- που δύσκολα λυγίζει
- που έχει το κορμί του ίσιο, που το κρατάει άκαμπτο και αλύγιστο
- που δεν αλλάζει εύκολα απόψεις, που μένει σταθερός στις αποφάσεις του ή τις αρχές του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ντούρα
- ντουραλουμίνιο
- Ντούρος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντούρος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ντούρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)