ντρεσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντρεσάρω < γαλλική dresser + -άρω

ντρεσάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]