νυχτολούλουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυχτολούλουδο ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) το κοινό όνομα του γένους φυτών Oenothera
- φυτό που ανοίγει τα άνθη του τη νύχτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυχτολούλουδο