νυχτοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | νυχτοφύλακας | οι | νυχτοφύλακες |
γενική | του του/της |
νυχτοφύλακα νυχτοφύλακος |
των | νυχτοφυλάκων |
αιτιατική | τον/τη | νυχτοφύλακα | τους/τις | νυχτοφύλακες |
κλητική | νυχτοφύλακα | νυχτοφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νυχτοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νυκτοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νυχτο- + -φύλακας.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νυχτοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- μπεχτσής (ιδιωματικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νυχτοφύλακας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νυχτοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'επιστήμονας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νυχτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)